σάγουλα

σάγουλα
και σάουλα, η, Ν
1. λεπτό σχοινί
2. ναυτ. κοινή ονομασία λεπτού σχοινιού ποικίλης χρήσεως πάνω στα πλοία (α. «σάγουλες τού γαϊδάρου» — σχοινιά που χρησιμεύουν για τη στερέωση φορτίου
β. «σάγουλα τής παρκέτας» — το λεπτό σχοινί τού δρομομέτρου
γ. «σάγουλα τού τιμονιού» — το οιακόσχοινο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. sagola].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σάγουλα — η (λ. ιταλ.), είδος σκοινιού: Σάγουλα του τιμονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δέτης — ο (AM δέτης) [δω (δέω)] αυτός με τον οποίο δένουν κάτι ή αυτός που δένει κάτι νεοελλ. 1. ναυτ. λεπτό σκοινί για δέσιμο, αναδέτης, διαθέτης, επιδέτης, σάγουλα 2. (για βιβλία) η ταινία που συγκρατεί τα τυπογραφικά φύλλα τών δεμένων βιβλίων …   Dictionary of Greek

  • ιστιοδέτης — ὁ ναυτ. σχοινί, με μήκος πέντε ή έξι οργιές, κατάλληλο για το δέσιμο τών ιστίων, κν. σάγουλα τών πανιών τής αποθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + δέτης (< δέω[ΙΙ]), πρβλ. αγκυρο δέτης, λαιμο δέτης] …   Dictionary of Greek

  • οιακόσχοινο — το ναυτ. κομμάτι σχοινιού με το οποίο ο πηδαλιούχος έλκει τον οίακα όταν θέλει να στρέψει το πηδάλιο τού σκάφους, κν. σάγουλα τού τιμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «πηδάλιο» + σχοινί] …   Dictionary of Greek

  • παρκέτα — η ναυτ. 1. ειδικό όργανο για τη μέτρηση τής ταχύτητας τού πλοίου, δρομόμετρο 2. φρ. α) «ξύλο τής παρκέτας» το δελτωτό β) «σάγουλα τής παρκέτας» το λεπτό σχοινί τού δρομόμετρου, τής παρκέτας γ) «σβίγα [ή ανέμη] τής παρκέτας» το εξέλικτρο …   Dictionary of Greek

  • σκυταλοδέτης — ο, Ν ναυτ. σχοινί που δένεται στις άκρες τών μοχλών τού εργάτη, τού εξαρτήματος που σηκώνει την άγκυρα τού πλοίου, κν. σάγουλα τού εργάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + δέτης (< δέω «δένω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • βολιδόσχοινο — το (ναυτ.), σκοινί στο οποίο δένεται η βολίδα για τις βυθομετρήσεις των θαλασσών, σάγουλα του σκαντάγιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”